-
1 πανο υργεύομαι
πανο υργεύομαι, = πανουργέω, LXX.
-
2 πανο υργικός
πανο υργικός, ή, όν, listig, bübisch, Sp. – Adv., Ar. Plut. 1064.
-
3 πανο υργέω
πανο υργέω, ein πανοῦργος sein, listig od. bübisch handeln, ein Bubenstück ausführen; absolut, Antiph. 5, 65; Eur. Med. 583; Ar. Ach. 658; τί, Plut. 368. 876, wie ὅσια πανουργήσασα Soph. Ant. 74 ( Schol. μετὰ πανουργίας ἐργασαμένη); πανουργεῖν πανουργίας περί τι, Dem. 35, 56 u. Sp.
-
4 πανο υργία
πανο υργία, ἡ, List, Schelmerei, Tücke; Aesch. Spt. 585; Soph. Ant. 300; πανουργίαις μείζοσι κεκασμένος, Ar. Equ. 681; Plat. Legg. V, 747 c u. Folgde, wie Arist. Eth. 6, 12; καὶ τέχναι, Dem. 24, 14.
-
5 πανο ύργευμα
πανο ύργευμα, τό, listige Handlung, Bubenstück, Schol. Ar. Equ. 414 u. Sp.
-
6 πανο ύργημα
πανο ύργημα, τό, = πανούργευμα, Soph. El. 1387 u. Sp.
-
7 πανο ῦργος
πανο ῦργος, eigtl. Alles zu thun im Stande; im guten Sinne, zu jedem Geschäfte tüchtig, geschickt, gewandt, wie Arist. eth. 6, 12 sagt διὸ καὶ τοὺς φρονίμους δεινοὺς καὶ πανούργους φαμὲν εἶναι; vgl. Schol. Ar. Ran. 35; – gew. aber im bösen Sinne, listig, schlau, betrügerisch; βροτῶν τλήμονι καὶ πανούργῳ χειρί, Aesch. Ch. 278; τὸ πανοῦργον, Soph. El. 1057, wie τὰ πανοῦργα καὶ παλιντριβῆ Phil. 448; πανοῦργον κλῶπα, Eur. Alc. 769, öfter; δοῦλον πανουργότατον καὶ διαβολώτατον, Ar. Equ. 45; ὁ πολλὰ αὐτὸς ἠδικηκὼς καὶ πανοῦργός τε καὶ σοφὸς οἰόμενος εἶναι, Plat. Rep. III, 409 c, καὶ δεινοί, Theaet. 177 a; Folgde, von Thieren, wie vom Fuchs, Arist. H. A. 1, 1: Ael. V. H. 1, 5. – Den unregelmäßigen compar. πανουργέστερος, wie von πανουργής, hat Plut. de Pyth. orac. u. A. – Adv. πανούργως, Ar. Equ. 317 Plat. Soph. 239 c u. Sp.; πανουργότατα, Ar. Equ. 56.
-
8 πανο ύργευμα
πανο ύργευμα, τό, listige Handlung, Bubenstück -
9 πανο υργέω
πανο υργέω, ein πανοῦργος sein, listig od. bübisch handeln, ein Bubenstück ausführen -
10 πανο υργία
πανο υργία, ἡ, List, Schelmerei, Tücke -
11 πανο υργικός
πανο υργικός, ή, όν, listig, bübisch -
12 πανο ῦργος
πανο ῦργος, eigtl. alles zu tun im Stande; im guten Sinne: zu jedem Geschäfte tüchtig, geschickt, gewandt; gew. aber im bösen Sinne: listig, schlau, betrügerisch; von Tieren, wie vom Fuchs -
13 κατα-πανο υργέω
κατα-πανο υργέω, an Schelmerei übertreffen, überlisten, τινά, Suid. – Med. listig, boshaft gegen Einen handeln, Sp.
-
14 ἀ-πάνο υργος
ἀ-πάνο υργος, ohne Listen u. Ränke, ἄνϑρωπος οὐκ ἀπ. Ath. III, 98 a; von Thieren, τὸ ἀπ., Plut. sol. an. 9.
-
15 ἀντι-πανο υργέω
ἀντι-πανο υργέω, Gegenlist brauchen, Eustath.
-
16 pankart
πανό, πικέτο -
17 панно
-
18 ΜΈΛω
ΜΈΛω, fut. μελήσω, Gegenstand der Sorge, Fürsorge sein, am Herzen liegen; πᾶσι δόλοισιν ἀνϑρώποισι μέλω, durch Listen liege ich den Menschen im Sinne, daß alle von mir hören und mich kennen lernen wollen, Od. 9, 20, vgl. Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, die Argo, von der Alle hören wollen, die Allen im Sinne liegt, Od. 12, 70; ἵνα ϑανοῦσα νερτέροισι μέλω, Eur. Androm. 850; ἄνϑρωποι ϑεοῖς μέλοντες, Plut. Sull. 7. – Gewöhnlich nur in der 3. Person, μέλει μοι, es liegt mir am Herzen, es kümmert mich, οὶς οὔτι μέλει πολεμήϊα ἔργα, die sich um den Krieg nicht kümmern, Il. 2, 338, u. so von jedem eifrig betriebenen Geschäft, vgl. Il. 6, 492. 10, 92 Od. 5, 67; Hes. Th. 216 u. öfter, ἐμοὶ τάδε πάντα μέλει, μελήσει; – τοὶ οὔει μέλει Τρώων πόνος, Il. 22, 11; οὔ νύ τι σοίγε μέλει κακόν, du bist wegen eines Uebels ohne Sorge, 24, 683; μηδέ τί οἱ ϑάνατος μελέτω φρεσίν, 24, 152; σοὶ δ' ἐνϑάδε πάντα μελόντων, Od. 18, 266, u. sonst, im plur., μέλουσί μοι ὀλλύμενοί περ, Il. 20, 21, wie μελήσουσι δέ μοι ἴπποι, 5, 228; auch c. inf., οὐκ ἔμελέν μοι ταῠτα μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσϑαι, ich bekümmerte mich nicht darum, danach zu fragen, Od. 16, 465. – Dazu gehört auch das perf. μέμηλα, mit der Präsensbedeutung, ᾡ τόσσα μέμηλε, dem so Viel am Herzen liegt, zu besorgen obliegt, Il. 2, 25, ᾑτ' αἰὲν ἀήσυλα ἔργα μέμηλεν, 5, 876, öfter; auch μοὶ οὔτι μετὰ φρεσὶ ταῦτα μέμηλεν, 19, 213; u. plusqpf., οὔ σφι ϑαλάσσια ἔργα μεμήλει Il. 2, 614, τοῖσιν μὲν ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει Od. 1, 151; aber auch c. gen. verbunden, μέγα πλούτοιο μεμηλώς, wie πτολέμοιο, Il. 5, 708. 13, 297, sehr auf Reichthum, auf den Krieg bedacht, des Krieges beflissen; auch ταῦτα μέμηλας, h. Merc. 437. – So auch Pind. u. Tragg.; χρὴ ἀγαϑὰν ἐλπίδ' ἀνδρὶ μέλειν, Pind. I. 7, 15; ἀρεταῖσιν μεμαλότες, Ol. 1, 89; vgl. Βάκχῳ καὶ Μούσῃσι μεμηλότα, Diod. ep. 13 (VII, 370); Aesch. δόμοις δὲ ταῦτα καὶ Κλυταιμνήστρᾳ μέλειν εἰκὸς μάλιστα, Ag. 571; c. inf., τοῖς δ' ἀποκτείνειν μέλει, 1223; ᾡ τάδ' ἐκπρᾶξαι μέλει Soph. O. R. 377, der auch ἀλλὰ τοῖςδ' ἔσται μέλον sagt, O. C. 659, vgl. 1435 El. 451, für μελήσει; κακῶς ἀκούειν οὐ μέλει ϑανόντι μοι, Eur. Alc. 729, öfter; u. in Prosa, ταῦτά οἱ νῦν μέλει, Her. 1, 36; auch ἔλεγε, οὐ μέλειν οἱ ὅτι πρὸ τῆς Ἑἱλάδος ἀποϑνήσκει, 9, 72; οις οὐδὲν ἄλλο μέλει ἢ τοῦτο ζητεῖν, Plat. Lach. 182 e; auch im plur., ἐν ᾗ πόλει ϑυσίαι καὶ ἑορταὶ πᾶσι μέλουσι, Legg. VIII, 835 d; im partic. absolut, μέλον γέ σοι, da dir das am Herzen liegt, Apol. 24 d. – Auch mit dem gen. des Gegenstandes, der am Herzen liegt, für den man Sorge trägt, ἐμοὶ δ' ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει, Aesch. Prom. 940; ᾡ μέλει κρυπταδίου μάχας, Ch. 934; ϑεοῖσιν εἰ δίκης μέλει, Soph. Phil. 1025, vgl. El. 334, wo es dem λελῆσϑαι entgeggstzt ist; Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων Eur. Heracl. 717, u. sonst oft; bes. in Prosa die geläufigste Construction, οἱς τι μέλει τῆς αὑτῶν ψυχῆς, Plat. Phaed. 82 d; μηδενός σοι μελέτω, es kümmere dich Nichts, Lys. 211 c; μεμέληκέ σοι τῆς φυλακῆς Xen. Mem. 3, 6, 10, u. sonst. – Auch περί τινος, μέλει ϑεοῖσιν ὧνπερ ἂν μέλῃ πέρι, Aesch. Ch. 769; περὶ στρατιῆς τῆςδε ϑεοῖσι μελήσει, Her. 6, 101. 8, 19 u. Plat., der auch das perf. so braucht, μεμέληκέ μοι περὶ αὐτῶν, Crat. 428 b, ὅτι μεμεληκέναι ὑμῖν ἡγούμεϑα περὶ τῶν τοιούτων, Lach. 187 c, vgl. noch Prot. 339 b, πάνο μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ᾄσματος, ich habe mich gerade mit dem Liede beschäftigt. – Es folgt auch eine indirekte Frage, ὅ, τι, Xen. Cyr. 5, 5, 37, οἵ τινες, Oec. 2, 16, ἀπεκρίνατο, ὅτι αὐτῷ μέλοι ὅπως καλῶς ἔχοι, An. 1, 8, 13; vgl. Plut. Artax. 8; ὡς, Cyr. 3, 2, 13; εἰ c. ind. fut., Andoc. 1, 24. – Das med. hat – a) dieselbe Bdtg mit dem act., ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται, Il. 1, 523, μήτι τοι ἡγεμόνος γε ποϑὴ μελέσϑω, nicht mache dir Sorge um einen Wegweiser, Od. 10, 505; τἀντεῦϑεν αὐτῷ μελέσϑω Λοξίᾳ, Aesch. Eum. 61; vgl. Soph. El. 1436; γάμους ἀδελφῆς σοι μελέσϑαι, Eur. Phoen. 766; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 839; eben so ep. perf. u. plusqpf. μέμβλεται u. μέμβλετο (für μεμέληται, Opp. C. 1, 436, Theocr. 17, 461, mit Präsensbedeutung, ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ' Ἀχιλλεύς, = μέλει, Il. 19, 343, μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος, 21, 516, φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ ϑυμῷ μέμβλετο, Od. 22, 12; vgl. Hes. Th. 61; μεμελημένος τινί, Theocr. 26, 36; a. sp. D., die auch μέμβλομαι wie ein praes. behandeln, οἷσιν μέμβλεσϑε κιόντες, Ap. Rh. 2, 217; μέμβλονται, Opp. H. 4, 77. – Auch wie das act. mit dem gen. des Gegenstandes, der Einem am Herzen liegt, μέλεταί μοί τινος, Theocr. 1, 53; vgl. αἷν μοι μέλεσϑαι, Soph. O. R. 1466. – b) in trans. Bdtg, Sorge um Etwas tragen, besorgen, τινός; so Aesch. μέλεσϑε δ' ἱερῶν δημίων, μελόμενοι δ' ἀρήξατε, Spt. 160; ξυνῇ μελέσϑω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη, Suppl. 362; der aber auch das act. so construirt, οὐκ ἔφα τις ϑεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσϑαι μέλειν, Ag. 361, daß die Götter sich nicht um die Sterblichen kümmern wollen, vgl. μέλει, φόβῳ δ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ, Spt. 269, u. oben den homerischen Gebrauch von μεμηλώς; τὰ λοιπά μου μέλου δικαίως, Soph. O. C. 1140; vgl. Eur. Heracl. 355; sp. D., die auch ἀμφ' αἰγῶν μεμελημένοι sagen, Leon. Al. 12 (VI, 221); der aor. pass. hat activische Bdtg, Soph. Ai. 1184, τάφου μεληϑείς, für das Grab Sorge tragend; u. pass., besorgt werden, Ep. ad. 112 (V, 201), τὸ μεληϑὲν βάρβιτον.
-
19 агрегат
1. тех. η μονάδα, το συγκρότημα (μηχανών)преобразовательный эл. - μετασχηματισμούпусковой ав. - εκκίνησης2. мин. το πρόσμειγμαη σύσταση (του ορυκτού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > агрегат
-
20 сверло
το τρυπάνι, το τριβέλι, το δρά-πανοспиральное - σπειροειδές -, ελικοειδές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сверло
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πανό — και πανώ, το 1. λεία επιφάνεια η οποία περιβάλλεται από πλαίσιο που προεξέχει 2. σανίδα για ζωγραφική 3. λωρίδα από ύφασμα, πλαστικό ή χαρτί στερεωμένη σε ξύλα ή κρεμασμένη σε τοίχο στην οποία αναγράφονται διάφορα, συνήθως πολιτικά, συνθήματα ή… … Dictionary of Greek
ιστιόπανο(ν) — το χοντρό ανθεκτικό ύφασμα από το οποίο κατασκευάζονται τα ιστία και οι τέντες τών πλοίων, το καραβόπανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + πανο (< πανί), πρβλ. καραβό πανο, σφουγγαρό πανο. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
Έρνι, Χανς — (Hans Erni, Λουκέρνη 1909 –). Ελβετός ζωγράφος. Φοίτησε πρώτα στο Παρίσι, στην Ακαδημία Ζιλιάν (1928 29) και συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Βερολίνου (1929 30). Στα συχνά ταξίδια του ήρθε σε επαφή με καλλιτέχνες διαφόρων τάσεων όπως … Dictionary of Greek
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης — Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Λεωφόρος Στρατού 2, Θεσσαλονίκη) άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό το 1994. Προς το παρόν είναι ανοιχτές οχτώ αίθουσες, καθεμία από τις οποίες αποτελεί μία αυτόνομη έκθεση. Αξίζει να τονιστεί ότι τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
Dimokratias Square (Agrinio) — For other uses, see Dimokratias Square. Dimokratias Square (Greek: Πλατεία Δημοκρατίας Plateia or Platia Dimokratias) is the central square of the city of Agrinio. The square was created in 1879 when Michail Bellos (Μιχαήλ Μπέλλος) was mayor,… … Wikipedia
Deftera — Deftera, officially split into the two municipalities Pano Deftera (Πανο Δευτερα) and Kato Deftera (Κατω Δευτερα) , is a suburb located 11km south of Nicosia. It is the hometown of the Cypriot poet Kougiallis. The area is famous for the Panayia… … Wikipedia
DEDICANDI Ritus — antiquissimo in usu. Et apud Hebraeos qui [Gap desc: Hebrew]; apud Graecos ἐγκαινίζειν et ἐγκαίνια et ἐγκαινι???μὸς, idem, quodLatinis Initiare ac Initia, seu Initiamenta ac dedicare et Dedicatio est, consecratio sc. seu usibus sacris cultuique… … Hofmann J. Lexicon universale
PROTEUS — Deus marinus, Neptuni et Phoenices fil. teste Tzetze hist. 44. Chil. 2. qui in Pharo Alexandriae habitavit, Toronenque ex Aegypto in Phlegram Pallenes profectus uxorem duxit, ex qua filios suscepit Tmylum ac Telegonum, de quibus Eurip. in Hecuba … Hofmann J. Lexicon universale
αυλαία — Στο θέατρο, παραπέτασμα που χωρίζει την αίθουσα από τη σκηνή. Τοποθετημένη αμέσως μετά το πλαίσιο της σκηνής, είναι φτιαγμένη κατά κανόνα από βελούδο, με μια πλατιά κροσσωτή ταινία στο κάτω μέρος· κάποτε είναι διακοσμημένη στο επάνω μέρος με ένα… … Dictionary of Greek
γλυκύς — Επώνυμο τυπογράφων και εκδοτών του 17ου και του 18ου αι. Το επώνυμο αναφέρεται και με τη γραφή Γλυκής. 1. Νικόλαος (Ιωάννινα 1619 – Βενετία 1693). Ιδρυτής του σπουδαιότερου ελληνικού εκδοτικού οίκου της Βενετίας. Αρχικά ασχολήθηκε με εμπορικές… … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek